νεκρότητα

νεκρότητα
(-ης (-ητος)] η
1) мертвенность; 2) застой

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "νεκρότητα" в других словарях:

  • νεκρότητα — η (Α νεκρότης, ητος) [νεκρός] 1. η νεκρική κατάσταση, η κατάσταση τού νεκρού, ο θάνατος 2. μτφ. έλλειψη κίνησης, στασιμότητα, νέκρα («οὐκ ἐναντιοῡται τῷ γάμῳ ἡ βία... ἐπειδὴ τὴν νεκρότητα τῆς πορνείας καταργεῑ», Εφραίμ.) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»